- προσοδιάζω
- προσοδιάζω,A receive as income,
ἑκάστης ἡμέρας ἀρτάβην ἀργυρίου Eust. 1206.18
:—[voice] Pass., τὰ προσοδιασθέντα profits, Vett.Val.292.30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἑκάστης ἡμέρας ἀρτάβην ἀργυρίου Eust. 1206.18
:—[voice] Pass., τὰ προσοδιασθέντα profits, Vett.Val.292.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσοδιάζω — ΜΑ [πρόσοδος] μσν. παίρνω κάτι ως πρόσοδο, ως εισόδημα αρχ. 1. εφοδιάζομαι με τρόφιμα 2. (η μτχ. ουδ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὰ προσοδιασθέντα τα κέρδη … Dictionary of Greek
προσοδιασθέντα — προσοδιάζω receive as income aor part pass neut nom/voc/acc pl προσοδιάζω receive as income aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)